εξοπτώ

εξοπτώ
ἐξοπτῶ, -άω (AM)
1. ψήνω καλά
2. ξεραίνω, στεγνώνω
αρχ.
1. υπερθερμαίνω
2. (για έρωτα) καίω, μαραίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οπτώ «ψήνω» (< οπτός «ψητός»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εξόπτησις — ἐξόπτησις, η (Α) [εξοπτώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εξοπτώ …   Dictionary of Greek

  • έξοπτος — ἔξοπτος, ον (Α) [εξοπτώ] καλοψημένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”